- αποπροσθεν
- ἀπόπροσθενἀπό-προσθενв знач. praep. cum gen. вдали от
(τινος Plat., Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τινος Plat., Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απόπροσθεν — ἀπόπροσθεν επίρρ. (Α) απόπροθε* … Dictionary of Greek
ἀπόπροσθεν — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπροσθέν — ἀπό προστίθημι put to aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)